- φυλλοκτόνος
- -ον, Μαυτός που σκοτώνει τα φύλλα, που κάνει τα φύλλα να μαραθούν («φυλλοκτόνος, οὐ φυτοκτόνος χειμών», Βαλσ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλο(ν) + -κτόνος (< κτείνω), πρβλ. μηλο-κτόνος, ταυρο-κτόνος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
-κτόνος — (AM κτόνος) β συνθετικό λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο ρ. κτείνω και που δηλώνει τον φονέα αυτού που σημαίνει το α συνθετικό (πρβλ. αδελφοκτόνος, πατροκτόνος). Σπανίως απαντά ως προπαροξύτονο με παθ. σημ. (ταυρόκτονος «αυτός που σκοτώθηκε από… … Dictionary of Greek
φύλλο — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 95 μ.) του νομού Καρδίτσας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (24 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Αμπελώνας (υψόμ. 100 μ.). * * * το / φύλλον, ΝΜΑ 1. πεπλατυσμένη, συνήθως, πράσινη έκφυση τού… … Dictionary of Greek